ρωμαλέος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ρωμαλέος | η | ρωμαλέα | το | ρωμαλέο |
γενική | του | ρωμαλέου | της | ρωμαλέας | του | ρωμαλέου |
αιτιατική | τον | ρωμαλέο | τη | ρωμαλέα | το | ρωμαλέο |
κλητική | ρωμαλέε | ρωμαλέα | ρωμαλέο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ρωμαλέοι | οι | ρωμαλέες | τα | ρωμαλέα |
γενική | των | ρωμαλέων | των | ρωμαλέων | των | ρωμαλέων |
αιτιατική | τους | ρωμαλέους | τις | ρωμαλέες | τα | ρωμαλέα |
κλητική | ρωμαλέοι | ρωμαλέες | ρωμαλέα | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ρωμαλέος < αρχαία ελληνική ῥωμαλέος < ῥώμη
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɾo.maˈle.os/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /ɾo.maˈle.a/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /ɾo.maˈle.o/ ουδέτερο
Επίθετο
επεξεργασίαρωμαλέος, -α, -ο
- που έχει μεγάλη σωματική δύναμη
- (μεταφορικά) που χαρακτηρίζεται από δύναμη και συνοχή
Συγγενικά
επεξεργασία- ρωμαλέα
- ρωμαλεότητα
- ρωμαλέως
- → δείτε τη λέξη ρώμη