γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ῥωμαλέος ῥωμαλέ τὸ ῥωμαλέον
      γενική τοῦ ῥωμαλέου τῆς ῥωμαλέᾱς τοῦ ῥωμαλέου
      δοτική τῷ ῥωμαλέ τῇ ῥωμαλέ τῷ ῥωμαλέ
    αιτιατική τὸν ῥωμαλέον τὴν ῥωμαλέᾱν τὸ ῥωμαλέον
     κλητική ! ῥωμαλέε ῥωμαλέ ῥωμαλέον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ῥωμαλέοι αἱ ῥωμαλέαι τὰ ῥωμαλέ
      γενική τῶν ῥωμαλέων τῶν ῥωμαλέων τῶν ῥωμαλέων
      δοτική τοῖς ῥωμαλέοις ταῖς ῥωμαλέαις τοῖς ῥωμαλέοις
    αιτιατική τοὺς ῥωμαλέους τὰς ῥωμαλέᾱς τὰ ῥωμαλέ
     κλητική ! ῥωμαλέοι ῥωμαλέαι ῥωμαλέ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ῥωμαλέω τὼ ῥωμαλέ τὼ ῥωμαλέω
      γεν-δοτ τοῖν ῥωμαλέοιν τοῖν ῥωμαλέαιν τοῖν ῥωμαλέοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ῥωμαλέος < ῥώμ(η) + -αλέος

  Επίθετο

επεξεργασία

ῥωμαλέος, -α, -ον

  1. ρωμαλέος
  2. (για πράγματα) ισχυρός, δυνατός

Συγγενικά

επεξεργασία