Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ῥωμαλέος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αρχαία ελληνικά
(grc)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
↓
πτώσεις
ενικός
ονομαστική
ὁ
ῥωμαλέ
ος
ἡ
ῥωμαλέ
ᾱ
τὸ
ῥωμαλέ
ον
γενική
τοῦ
ῥωμαλέ
ου
τῆς
ῥωμαλέ
ᾱς
τοῦ
ῥωμαλέ
ου
δοτική
τῷ
ῥωμαλέ
ῳ
τῇ
ῥωμαλέ
ᾳ
τῷ
ῥωμαλέ
ῳ
αιτιατική
τὸν
ῥωμαλέ
ον
τὴν
ῥωμαλέ
ᾱν
τὸ
ῥωμαλέ
ον
κλητική
ὦ
!
ῥωμαλέ
ε
ῥωμαλέ
ᾱ
ῥωμαλέ
ον
↓
πτώσεις
πληθυντικός
ονομαστική
οἱ
ῥωμαλέ
οι
αἱ
ῥωμαλέ
αι
τὰ
ῥωμαλέ
ᾰ
γενική
τῶν
ῥωμαλέ
ων
τῶν
ῥωμαλέ
ων
τῶν
ῥωμαλέ
ων
δοτική
τοῖς
ῥωμαλέ
οις
ταῖς
ῥωμαλέ
αις
τοῖς
ῥωμαλέ
οις
αιτιατική
τοὺς
ῥωμαλέ
ους
τὰς
ῥωμαλέ
ᾱς
τὰ
ῥωμαλέ
ᾰ
κλητική
ὦ
!
ῥωμαλέ
οι
ῥωμαλέ
αι
ῥωμαλέ
ᾰ
δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ
τὼ
ῥωμαλέ
ω
τὼ
ῥωμαλέ
ᾱ
τὼ
ῥωμαλέ
ω
γεν-δοτ
τοῖν
ῥωμαλέ
οιν
τοῖν
ῥωμαλέ
αιν
τοῖν
ῥωμαλέ
οιν
2η&1η κλίση
,
Κατηγορία 'λόγιος'
όπως «
λόγιος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ῥωμαλέος
<
ῥώμ(η)
+
-αλέος
Επίθετο
επεξεργασία
ῥωμαλέος, -α, -ον
ρωμαλέος
(
για πράγματα
)
ισχυρός
,
δυνατός
Συγγενικά
επεξεργασία
ῥωμαλεότης