robuste
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
robuste | robustes |
robuste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
robuste | robustes |
robuste (fr) αρσενικό ή θηλυκό