Ετυμολογία

επεξεργασία
robuste < λατινική robustus

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʁɔ.byst/
 

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
robuste robustes

robuste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία