ασθενικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ασθενικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
ασθενικός
- αδύνατος, καχεκτικός
- φιλάσθενος
- φέτος κόλλησε 4 φορές τη γρίπη, είναι πολύ ασθενικός