↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασθενικός η ασθενική το ασθενικό
      γενική του ασθενικού της ασθενικής του ασθενικού
    αιτιατική τον ασθενικό την ασθενική το ασθενικό
     κλητική ασθενικέ ασθενική ασθενικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασθενικοί οι ασθενικές τα ασθενικά
      γενική των ασθενικών των ασθενικών των ασθενικών
    αιτιατική τους ασθενικούς τις ασθενικές τα ασθενικά
     κλητική ασθενικοί ασθενικές ασθενικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ασθενικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

ασθενικός

  1. αδύνατος, καχεκτικός
  2. φιλάσθενος
    φέτος κόλλησε 4 φορές τη γρίπη, είναι πολύ ασθενικός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία