• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

ασθενικός

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Επίθετο
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

  Η σελίδα αυτή χρειάζεται επέκταση. Βοηθήστε το Βικιλεξικό επεκτείνοντάς την!
πτώση ενικός
ονομαστική ασθενικός ασθενική ασθενικό
γενική ασθενικού ασθενικής ασθενικού
αιτιατική ασθενικό ασθενική ασθενικό
κλητική ασθενικέ ασθενική ασθενικό
πτώση πληθυντικός
ονομαστική ασθενικοί ασθενικές ασθενικά
γενική ασθενικών ασθενικών ασθενικών
αιτιατική ασθενικούς ασθενικές ασθενικά
κλητική ασθενικοί ασθενικές ασθενικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ασθενικός < → λείπει η ετυμολογία

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

ασθενικός

  1. αδύνατος, καχεκτικός
  2. φιλάσθενος
    φέτος κόλλησε 4 φορές τη γρίπη, είναι πολύ ασθενικός

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    ασθενικός
  • αγγλικά : weakling (en)
  • γαλλικά : maladif (fr), asthénique (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ασθενικός&oldid=4727200"
Τελευταία επεξεργασία στις 16 Αυγούστου 2020, στις 10:37

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 16 Αυγούστου 2020, στις 10:37.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie