Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /as.te.nik/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
asthénique asthéniques

asthénique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία