συνοχή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συνοχή | οι | συνοχές |
γενική | της | συνοχής | των | συνοχών |
αιτιατική | τη | συνοχή | τις | συνοχές |
κλητική | συνοχή | συνοχές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συνοχή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συνοχή (κράτημα μαζί) < συνέχω
- Για τη σημασία στη φυσική: σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική cohésion.[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /si.noˈçi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐νο‐χή
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυνοχή θηλυκό
- η σύνδεση, η συνέχεια, χωρίς κενά
- ⮡ συνοχή λόγου
- η ενωτική συμπεριφορά μελών μιας ομάδας.
- ⮡ συνοχή ομάδας
- ⮡ κοινωνική συνοχή
- (φυσική) η ιδιότητα της ύλης: η ελκτική δύναμη μεταξύ των μορίων
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη συνέχω
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ συνοχή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | συνοχή | αἱ | συνοχαί |
γενική | τῆς | συνοχῆς | τῶν | συνοχῶν |
δοτική | τῇ | συνοχῇ | ταῖς | συνοχαῖς |
αιτιατική | τὴν | συνοχήν | τὰς | συνοχᾱ́ς |
κλητική ὦ! | συνοχή | συνοχαί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συνοχᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | συνοχαῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συνοχή < συνέχομαι
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυνοχή θηλυκό
- συγκράτηση, κράτημα με το χέρι
- σημείο συνάντησης ή επαφής (π.χ. δρόμων)
- συνέχεια, συνοχή
- συμπλοκή, εμπλοκή σε μάχη
- (ελληνιστική κοινή)
- καταναγκασμός, άγχος
- φυλάκιση ή εγκλεισμός, απομόνωση
- παγίδα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη συνέχω
Αναφορές
επεξεργασία- συνοχή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- συνοχή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.