πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνοχή οι συνοχές
      γενική της συνοχής των συνοχών
    αιτιατική τη συνοχή τις συνοχές
     κλητική συνοχή συνοχές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
συνοχή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συνοχή (κράτημα μαζί) < συνέχω
Για τη σημασία στη φυσική: σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική cohésion.[1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

συνοχή θηλυκό

  1. η σύνδεση, η συνέχεια, χωρίς κενά
      συνοχή λόγου
  2. η ενωτική συμπεριφορά μελών μιας ομάδας.
      συνοχή ομάδας
      κοινωνική συνοχή
  3. (φυσική) η ιδιότητα της ύλης: η ελκτική δύναμη μεταξύ των μορίων

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη συνέχω

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συνοχή αἱ συνοχαί
      γενική τῆς συνοχῆς τῶν συνοχῶν
      δοτική τῇ συνοχ ταῖς συνοχαῖς
    αιτιατική τὴν συνοχήν τὰς συνοχᾱ́ς
     κλητική ! συνοχή συνοχαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συνοχᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  συνοχαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
συνοχή < συνέχομαι

Ουσιαστικό

επεξεργασία

συνοχή θηλυκό

  1. συγκράτηση, κράτημα με το χέρι
  2. σημείο συνάντησης ή επαφής (π.χ. δρόμων)
  3. συνέχεια, συνοχή
  4. συμπλοκή, εμπλοκή σε μάχη
  5. (ελληνιστική κοινή)
    1. καταναγκασμός, άγχος
    2. φυλάκιση ή εγκλεισμός, απομόνωση
    3. παγίδα

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία