ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συνοχεύς οἱ συνοχεῖς
      γενική τοῦ συνοχέως τῶν συνοχέων
      δοτική τῷ συνοχεῖ τοῖς συνοχεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν συνοχέ τοὺς συνοχέᾱς
     κλητική ! συνοχεῦ συνοχεῖς
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συνοχεῖ
γεν-δοτ τοῖν  συνοχέοιν
Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συνοχεύς < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συνοχεύς αρσενικό