↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνεκτικότητα οι συνεκτικότητες
      γενική της συνεκτικότητας των συνεκτικοτήτων
    αιτιατική τη συνεκτικότητα τις συνεκτικότητες
     κλητική συνεκτικότητα συνεκτικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συνεκτικότητα < συνεκτικό(ς) + -ότητα, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική cohérence[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /si.ne.ktiˈko.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐νε‐κτι‐κό‐τη‐τα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συνεκτικότητα θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. συνεκτικότηταΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)