Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνεκτικότητα οι συνεκτικότητες
      γενική της συνεκτικότητας των συνεκτικοτήτων
    αιτιατική τη συνεκτικότητα τις συνεκτικότητες
     κλητική συνεκτικότητα συνεκτικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνεκτικότητα < συνεκτικότης-ητος < συνεκτικός < συνέχω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συνεκτικότητα θηλυκό

  • η εσωτερική συνοχή

  Μεταφράσεις επεξεργασία