Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συνεκτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Συγγενικά
1.3.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
συνεκτικ
ός
η
συνεκτικ
ή
το
συνεκτικ
ό
γενική
του
συνεκτικ
ού
της
συνεκτικ
ής
του
συνεκτικ
ού
αιτιατική
τον
συνεκτικ
ό
τη
συνεκτικ
ή
το
συνεκτικ
ό
κλητική
συνεκτικ
έ
συνεκτικ
ή
συνεκτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
συνεκτικ
οί
οι
συνεκτικ
ές
τα
συνεκτικ
ά
γενική
των
συνεκτικ
ών
των
συνεκτικ
ών
των
συνεκτικ
ών
αιτιατική
τους
συνεκτικ
ούς
τις
συνεκτικ
ές
τα
συνεκτικ
ά
κλητική
συνεκτικ
οί
συνεκτικ
ές
συνεκτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
συνεκτικός
<
συνέχω
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
si.ne.ktiˈkos
/
ΔΦΑ
: /
si.ne.ktiˈci
/
θηλυκό
ΔΦΑ
: /
si.ne.ktiˈko
/
ουδέτερο
Επίθετο
επεξεργασία
συνεκτικός, -ή, -ό
που έχει
συνοχή
συνεκτικός
λόγος
που προσδίδει
συνοχή
συνεκτικός
παράγοντας
Συγγενικά
επεξεργασία
συνεκτικά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συνεκτικός
αγγλικά
:
coherent
(en)
(1), one that holds together (very well)
γαλλικά
:
cohérent
(fr)