συνέχω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνέχω < αρχαία ελληνική συνέχω < σύν + ἔχω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *seǵʰ-
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίασυνέχω (παθητική φωνή: συνέχομαι)
- (λόγιο)
Συγγενικά
επεξεργασία- συνέχεια
- συνεχής
- συνεχίζω
- συνέχιση
- συνεχιστής
- συνεχίστρια
- συνεχόμενος
- συνοχή
- → δείτε τις λέξεις συν και έχω