Ετυμολογία

επεξεργασία

συνέχομαι

  1. εξαρτώμαι, συνδέομαι, συμπλέκομαι από τη σχέση με κάτι άλλο ή άλλον
  2. κυριαρχούμαι από ένα συναίσθημα

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία