διακατέχω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διακατέχω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διακατέχω[1][2] < διά + κατέχω (< κατά + ἔχω). Αναλύεται σε δια- + κατ- + έχω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði̯a.kaˈte.xo/ & /ðʝa.kaˈte.xo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐κα‐τέ‐χω
Ρήμα
επεξεργασίαδιακατέχω, πρτ.: διακατείχα, αόρ.: διακατείχα, παθ.φωνή: διακατέχομαι, π.πρτ.: διακατεχόμουν ελλειπτικό ρήμα στην παθητική φωνή
- (μεταφορικά) καταλαμβάνω την ψυχή κάποιου (για συναισθήματα)
- ⮡ Διακατέχομαι από φόβο.
- (λόγιο) κατέχω πλήρως
Κλίση
επεξεργασίαΟ παρατατικός και σε χρήση αορίστου.
Ενεργητική φωνή:
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
---|---|---|---|---|---|---|
α' ενικ. | διακατέχω | διακατείχα | θα διακατέχω | να διακατέχω | διακατέχοντας | |
β' ενικ. | διακατέχεις | διακατείχες | θα διακατέχεις | να διακατέχεις | διακάτεχε | |
γ' ενικ. | διακατέχει | διακατείχε | θα διακατέχει | να διακατέχει | ||
α' πληθ. | διακατέχουμε | διακατείχαμε | θα διακατέχουμε | να διακατέχουμε | ||
β' πληθ. | διακατέχετε | διακατείχατε | θα διακατέχετε | να διακατέχετε | διακατέχετε | |
γ' πληθ. | διακατέχουν(ε) | διακατείχαν διακατείχαν(ε) |
θα διακατέχουν(ε) | να διακατέχουν(ε) |
Παθητική φωνή:
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
---|---|---|---|---|---|---|
α' ενικ. | διακατέχομαι | διακατεχόμουν(α) | θα διακατέχομαι | να διακατέχομαι | ||
β' ενικ. | διακατέχεσαι | διακατεχόσουν(α) | θα διακατέχεσαι | να διακατέχεσαι | ||
γ' ενικ. | διακατέχεται | διακατεχόταν(ε) | θα διακατέχεται | να διακατέχεται | ||
α' πληθ. | διακατεχόμαστε | διακατεχόμαστε διακατεχόμασταν |
θα διακατεχόμαστε | να διακατεχόμαστε | ||
β' πληθ. | διακατέχεστε | διακατεχόσαστε διακατεχόσασταν |
θα διακατέχεστε | να διακατέχεστε | διακατέχεστε | |
γ' πληθ. | διακατέχονται | διακατέχονταν διακατεχόντουσαν |
θα διακατέχονται | να διακατέχονται |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ διακατέχω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ διακατέχει, διακατέχομαι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)