saturate (en)

  1. γεμίζω, κορεννύω
  2. διαποτίζω με χρώμα, διαποτίζω χρωματικά
    • το λέμε και για αποχρώσεις ίδιας φωτεινότητας που απομακρύνονται από το γκρι αλλά τείνουν προς το εντονότερο χρώμα της συγκεκριμένης γκάμας [αμετάβλητης] φωτεινότητας (ένα άτομο που πάσχει από αχρωματοψία, κανονικά θα πρέπει να μην διαχωρίζει τις μεταβολές χρωματικού κορεσμού/saturation [στην πράξη κάποιες λιγοστές φορές δύναται να αντιλαμβάνεται την διαφορά, διότι δεν βλέπουν όλοι οι άνθρωποι απολύτως όμοια])