saturate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαsaturate (en)
- γεμίζω, κορεννύω
- διαποτίζω με χρώμα, διαποτίζω χρωματικά
- το λέμε και για αποχρώσεις ίδιας φωτεινότητας που απομακρύνονται από το γκρι αλλά τείνουν προς το εντονότερο χρώμα της συγκεκριμένης γκάμας [αμετάβλητης] φωτεινότητας (ένα άτομο που πάσχει από αχρωματοψία, κανονικά θα πρέπει να μην διαχωρίζει τις μεταβολές χρωματικού κορεσμού/saturation [στην πράξη κάποιες λιγοστές φορές δύναται να αντιλαμβάνεται την διαφορά, διότι δεν βλέπουν όλοι οι άνθρωποι απολύτως όμοια])