συνέχεια
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία 1Επεξεργασία
- συνέχεια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συνέχεια[1] < συνεχής < συν- + έχω
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /siˈne.çi.a/ (συγκρίνετε με το #Επίρρημα)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐νέ‐χει‐α
- παλιότερος συλλαβισμός : συν‐έ‐χει‐α
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
συνέχεια θηλυκό
- η έλλειψη διακοπής
- ο ειρμός
- ↪ η σκέψη του δεν έχει καμία συνέχεια
- το μέρος που ακολουθεί
- ↪ τη συνέχεια της ιστορίας θα παρακολουθήσετε στο επόμενο επεισόδιο
- (γραμματική, σπάνιο) συνώνυμο του ενωτικό
- (μαθηματικά) η ιδιότητα των συνεχών συναρτήσεων
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
συνέχεια
Ετυμολογία 2Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /siˈne.ça/ συγκρίνετε με το #Ουσιαστικό|
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐νέ‐χει‐α
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
συνέχεια
- άλλη μορφή του συνεχώς
- ↪ Μου λέει συνέχεια το ίδιο πράγμα. Μού έχει σπάσει τα νεύρα.
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
συνέχεια
|
Επεξεργασία
- ↑ «συνέχεια» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.