πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ενωτικό τα ενωτικά
      γενική του ενωτικού των ενωτικών
    αιτιατική το ενωτικό τα ενωτικά
     κλητική ενωτικό ενωτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ενωτικό ουδέτερο

Σημειώσεις

επεξεργασία

ΣτΕ: Στην πράξη, αλλά και σε λεξικά, χρησιμοποιείται σε σύνθετα, σε επαναλήψεις λέξεων και σε δάνεια διατηρώντας το ενωτικό των ξένων γλωσσών.

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη ενώνω

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. ενωτικό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Παπαναστασίου, Γιώργος. Νεοελληνική ορθογραφία, ιστορία, θεωρία, εφαρμογή. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη), 2008 (1η έκδοση) ΙSBN 9789602311318 κεφάλαιο 13.2. «Ενωτικό» σελ. 469471.