μπαρμπα-
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μπαρμπα- < μπάρμπας, με εξασθένιση της λέξης που λειτουργεί ως πρόθημα [1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /bar.ba/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπαρ‐μπα-
Πρόθημα
επεξεργασία
μπαρμπα- ή μπαρμπ- σε σύνθεση] αν ακολουθεί φθόγγος [a]
- (οικείο) η λέξη μπάρμπας ως άκλιτο και άτονο προτακτικό σε αρσενικά χαλαρά σύνθετα. Πρόθημα που ακολουθείται από το ενωτικό - και το όνομα άντρα μεγαλύτερου στην ηλικία
- ⮡ μπαρμπα-Γιώργος
- ⮡ μπαρμπ-Αντρέας < Μπαρμπαντρέας
- ⮡ ο μπαρμπα-Γιάννης ο κανατάς}} (τραγούδι και ταινία του 20ου αιώνα)
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μπαρμπα-
|
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ μπαρμπα- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας