ωτορινολαρυγγολόγος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ωτορινολαρυγγολόγος < ωτο- + ρινο- + λαρυγγο- + -λόγος, λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική otorhinolaryngologiste < αρχαία ελληνική ὠτο- (< οὖς) + ῥιν- (ῥίς) + λάρυγξ + -λόγος
Ουσιαστικό επεξεργασία
ωτορινολαρυγγολόγος αρσενικό ή θηλυκό
Άλλες μορφές επεξεργασία
επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις ωτορινολαρυγγολογία, αφτί, ρίνα και λάρυγγας