↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ωριλάς οι ωριλάδες
      γενική του ωριλά των ωριλάδων
    αιτιατική τον ωριλά τους ωριλάδες
     κλητική ωριλά ωριλάδες
Δείτε το άκλιτο ωριλά.
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ωριλάς < ωριλά (άκλιτο) + < ΩΡΛ

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /o.ɾiˈlas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ω‐ρι‐λάς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ωριλάς αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τους όρους ωτο-, ρινο-, λαρυγγο- και -λόγος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία