ωτο-
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ωτο- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὠτo- < οὖς, ὠτ- (αυτί) + -ο-
- για τους σύγχρονους ιατρικούς όρους < λόγιο ενδογενές δάνειο: διαγλωσσική ορολογία oto- < νεολατινική < αρχαία ελληνική [1]
Πρόθημα
επεξεργασίαωτο-, ωτό- ή ωτ- σε παλιές συνθέσεις, πριν από φωνήεν
Σύνθετα
επεξεργασία- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ωτο- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ωτό- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ωτ- στο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία ωτο-
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ωτο- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας