ωτόλιθος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ωτόλιθος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική otolith[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική otolithe[1] < αρχαία ελληνική ὠτο- < οὖς + λίθος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /oˈto.li.θos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ω‐τό‐λι‐θος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαωτόλιθος αρσενικό
- (ανατομία) ιστός, που αποτελείται κυρίως από ανθρακικό ασβέστιο και βρίσκεται στο έσω ους των σπονδυλωτών και αποτελεί μέρος του συστήματος αντίληψης της ισορροπίας / γραμμικής επιτάχυνσης, τόσο οριζόντια όσο και κάθετα
Άλλες μορφές
επεξεργασία- ὠτόλιθος
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Otolith στην αγγλική Βικιπαίδεια
Πηγές
επεξεργασία- [1]
- ωτόλιθος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- ωτο- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας