• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ὠτο-

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : ωτο-

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Πρόθημα
      • 1.2.1 Σύνθετα
    • 1.3 Πηγές

Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ὠτο- < οὖς, ὠτ- (αυτί) + -ο-

  Πρόθημα Επεξεργασία

ὠτο-, ὠτό- ή ὠτ- πριν από φωνήεν

  • ωτο-, το οὖς (αυτί) ως πρώτο συνθετικό που δηλώνει σχέση με το αυτί, ή (ιατρικό όρο)
    ὠτοκωφέω, ὠτολαβίς
    ὠτότμητος
    ὠτακουστής

Σύνθετα Επεξεργασία

  • Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ὠτο- στο Βικιλεξικό
  • Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ὠτό- στο Βικιλεξικό
  • Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ὠτ- στο Βικιλεξικό

  Πηγές Επεξεργασία

  • Λέξεις ὠτ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ὠτο-&oldid=5481425"
Τελευταία επεξεργασία στις 30 Ιανουαρίου 2022, στις 23:59

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 30 Ιανουαρίου 2022, στις 23:59.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie