οὖς
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαουσιαστικά μεταπλαστά | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
οὐσ- ὠτ- | ||||||||
ονομαστική | τὸ | οὖς | τὰ | ὦτᾰ | ||||
γενική | τοῦ | ὠτός | τῶν | ὤτων | ||||
δοτική | τῷ | ὠτῐ́ | τοῖς | ὠσῐ́(ν) | ||||
αιτιατική | τὸ | οὖς | τὰ | ὦτᾰ | ||||
κλητική ὦ! | οὖς | ὦτᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὦτε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ὤτοιν | ||||||
ανώμαλη κλίση, Κατηγορία 'μεταπλαστά' όπως «οὖς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- οὖς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂ṓws (αφτί) < *h₂ew- (βλέπω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοὖς ουδέτερο
- αφτί
- ※ Καὶ τυγχάνω τε κλῇθρ' ἀνασπαστοῦ πύλης / χαλῶσα, καί με φθόγγος οἰκείου κακοῦ / βάλλει δι' ὤτων, ὑπτία δὲ κλίνομαι / δείσασα πρὸς δμωαῖσι κἀποπλήσσομαι. (Σοφοκλής, Αντιγόνη, 1186-1189)
- → λείπει η μετάφραση
- ※ Τὴν δὲ κεφαλὴν τέγγειν ἐλαίῳ ῥοδίνῳ, ἐς δὲ τὼ ὦτε μύρσινον ἢ μήλινον. (Ιπποκράτης, Γυναικείων, 1, 206, 21)
- ※ Καὶ τυγχάνω τε κλῇθρ' ἀνασπαστοῦ πύλης / χαλῶσα, καί με φθόγγος οἰκείου κακοῦ / βάλλει δι' ὤτων, ὑπτία δὲ κλίνομαι / δείσασα πρὸς δμωαῖσι κἀποπλήσσομαι. (Σοφοκλής, Αντιγόνη, 1186-1189)
- ακοή
- (μεταφορικά) κατάσκοπος
- η λαβή ενός αγγείου ή μιας κούπας
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- οὖς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- οὖς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.