ΔΦΑ : /ɔː.tós/ (αττική διάλεκτος του 5ου αιώνα πκε)
ΔΦΑ : /oˈtos/ (ελληνιστική κοινή του 1ου αιώνα κε, όπως και νέα ελληνικά) [1]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

ὠτός ουδέτερο

Αναφορές

επεξεργασία
  1. ὠτός στο αγγλικό Βικιλεξικό