αφτί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αφτί | τα | αφτιά |
γενική | του | αφτιού | των | αφτιών |
αιτιατική | το | αφτί | τα | αφτιά |
κλητική | αφτί | αφτιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αφτί < (ελληνιστική κοινή) ὠτίον, υποκοριστικό του οὖς < αρχαία ελληνική οὖς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂ṓws (αφτί) < *h₂ew- (βλέπω) (τά ὠτία > ταουτία > ταφτία > ταφτιά > τ’ αφτί· πβ. αβγό)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈfti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αφ‐τί
Ουσιαστικό
επεξεργασίααφτί ουδέτερο
- το όργανο της ακοής
- η ικανότητα να αντιλαμβάνεται κάποιος το ύψος μιας μουσικής νότας και τις νότες από τις οποίες αποτελείται μια μουσική φράση
- παίζει μουσική με το αφτί, δεν ξέρει να διαβάζει νότες
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- άλλα λέει η θεια μου (κι) άλλα ακούν τ' αφτιά μου
- ανοίγω/τεντώνω/τσιτώνω τ' αφτιά μου
- από το ένα αφτί μπαίνει (και) από το άλλο βγαίνει
- από το στόμα σου και στου Θεού τ' αφτί!
- απ' τ' αφτί και στον δάσκαλο
- βάζω αφτί ή βάζω τ' αφτί
- βγάζω τ' αφτιά! ή βγάζω τ' αφτί!
- βουίζουν τ' αφτιά μου
- βουλώνω τ' αφτιά μου
- γελάνε/γελούν και τ' αφτιά μου, → δείτε την έκφραση: γελάνε/γελούν και τ' μουστάκια μου
- δεν αδειάζω να ξύσω τ' αφτί μου, → δείτε την έκφραση: δεν αδειάζω να ξύσω τη μύτη μου
- δεν ιδρώνει το αφτί μου
- δεν πιστεύω στ' αφτιά μου, → δείτε την έκφραση: δεν πιστεύω στα μάτια μου
- είμαι όλος αφτιά ή είμαι γεμάτος αφτιά
- έκανε ο κουφός αφτιά και ο τυφλός μάτια
- έχω γερό αφτί ή έχω δυνατό αφτί
- έχω τ' αφτιά μου ανοιχτά, → δείτε την έκφραση: έχω τα μάτια μου ανοιχτά
- η νύχτα έχει αφτιά και η μέρα έχει μάτια
- και οι τοίχοι έχουν αφτιά
- κάτι πήρε/έπιασε τ' αφτί μου
- κλείνω τ' αφτιά μου
- κόβω τ' αφτί κάποιου
- με γελούν τα αφτιά μου, → δείτε την έκφραση: με γελούν τα μάτια μου
- με τα ίδια μου τ' αφτιά
- μέχρι τ' αφτιά ή ως τ' αφτιά
- μου τρώει τ' αφτιά
- μου παίρνει/ζαλίζει τ' αφτιά
- μπαίνουν ψύλλοι στ' αφτιά μου
- να σου πει ο παπάς στ' αφτί κι ο διάκος στο κεφάλι
- ξεριζώνω τ' αφτί κάποιου
- όποιος έχει αφτιά, ακούει
- περήφανος στ' αφτιά
- πέφτουν τ' αφτιά μου
- ρίχνω στ' αφτιά
- ρίχνω/κατεβάζω τ' αφτιά μου
- στήνω αφτί
- σφυρίζω στ' αφτί κάποιου
- τραβάω τ' αφτί κάποιου
- τρώω τ' αφτί κάποιου
- φτάνει στ' αφτί μου
- χαϊδεύω τ' αφτιά κάποιου
- ψιθυρίζω στ' αφτί κάποιου
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αφτί
|
Πηγές
επεξεργασία- αφτί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αφτί - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- Κάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη, 2016 στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας- Αναζήτηση:'αφτί'.