Δείτε επίσης: αυτί, αυτή, αυτοί
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αφτί τα αφτιά
      γενική του αφτιού των αφτιών
    αιτιατική το αφτί τα αφτιά
     κλητική αφτί αφτιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αφτί < (ελληνιστική κοινήὠτίον, υποκοριστικό του οὖς < αρχαία ελληνική οὖς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂ṓws (αφτί) < *h₂ew- (βλέπω) (τά ὠτία > ταουτία > ταφτία > ταφτιά > τ’ αφτί· πβ. αβγό)
 
Δεξί ανθρώπινο αφτί.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈfti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αφ‐τί

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αφτί ουδέτερο

  1. το όργανο της ακοής
  2. η ικανότητα να αντιλαμβάνεται κάποιος το ύψος μιας μουσικής νότας και τις νότες από τις οποίες αποτελείται μια μουσική φράση
    παίζει μουσική με το αφτί, δεν ξέρει να διαβάζει νότες

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία