auris
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- auris < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂ous-. Συγγενές με τα (αρχαία ελληνικά) οὖς και (αγγλοσαξονικά) eare (αγγλικά ear)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαauris (la) θηλυκό
Κλίση
επεξεργασίααριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | auris | aurēs |
γενική | auris | aurium |
δοτική | aurī | auribus |
αιτιατική | aurem | aurēs/aurīs |
κλητική | auris | aurēs |
αφαιρετική | aure | auribus |