Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ear
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
ear
ears
ear
(en)
(το)
αφτί
(
βοτανική
) (το)
στάχυ
των δημητριακών
(ανατομία φυτών, δεν περιορίζεται σε συγκεκριμένο είδος)
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία
ear drops
ear lobe
ear muffs
ear piercing
ear tag
external ear
external ear canal