ους
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ους < αρχαία ελληνική οὖς
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ους ουδέτερο, γενική: ωτός
- (καθαρεύουσα) το αυτί
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- εις ώτα μη ακουόντων: σε αυτούς που δεν θέλουν να ακούσουν, να αντιληφθούν
- ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω: υπονοεί ότι όποιος θέλει να αντιληφθεί μια κατάσταση την αντιλαμβάνεται
- τείνω ευήκοον ους: ακούω με ευνοϊκή διάθεση
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ους
→ δείτε τη λέξη αφτί |