Δείτε επίσης: οὖς, οὓς

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ους < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική οὖς

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈus/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ους ουδέτερο, γενική: ωτός (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο οὖς)

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε το συνθετικό ωτο-

  Μεταφράσεις

επεξεργασία