ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω. → δείτε τις λέξεις ο, έχων, ώτα, ακούειν και ακουέτω. Προέρχεται από από αντίστοιχη έκφραση της Καινής Διαθήκης.
Έκφραση
επεξεργασίαο έχων ώτα ακούειν ακουέτω
- (λόγιο) (κυριολεκτικά) αυτός που έχει αυτιά να ακούσει ας ακούσει
- (λόγιο, μεταφορικά) αυτός που είναι σε θέση να καταλάβει ας καταλάβει, αυτός που έχει τη διάθεση να ακούσει ας ακούσει
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ους - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)