Ετυμολογία

επεξεργασία
εις ώτα μη ακουόντων < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή εἰς ὦτα μή ἀκουόντων. → δείτε τις λέξεις εις, ώτα, μη και ακουόντων

  Έκφραση

επεξεργασία

εις ώτα μη ακουόντων