κούπα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κούπα | οι | κούπες |
γενική | της | κούπας | — | |
αιτιατική | την | κούπα | τις | κούπες |
κλητική | κούπα | κούπες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κούπα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κοῦπα < ελληνιστική κοινή κοῦπα < λατινική cupa [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈku.pa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κού‐πα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακούπα θηλυκό
- κύπελλο ή πολύ μεγάλο φλιτζάνι με ή χωρίς λαβή
- → δείτε και τη λέξη φλιτζάνι
- (συνεκδοχικά) η ποσότητα υγρού που χωράει σε μια κούπα
- ⮡ Κάθε μέρα, πίνω τρεις κούπες καφέ.
- (χαρτοπαίγνιο) οικογένεια χαρτιών της τράπουλας που φέρουν ως σήμα μια κόκκινη καρδιά
- (προφορικό, αθλητισμός) το κύπελλο που κερδίζει μια ομάδα σε αθλητική διοργάνωση
- (ιδιωματικά)
- (κρητικά) στην Κρήτη, το ποτήρι με κρασί που πίνεται μονορούφι (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- (κυπριακά, γαστρονομία) έδεσμα της Κύπρου και του Λεβάντε
- (ιδιωματικό) μισόκλειστο, κουφωτό παράθυρο [2]
Εκφράσεις
επεξεργασία- γινόμαστε από κούπες (τσακωνόμαστε άσχημα)
- τα κάναμε από κούπες (φερθήκαμε αδέξια και αποτύχαμε σε μια προσπάθεια)
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ κούπα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Αγγελική Ράλλη, Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου (Παλλήνη: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών [ΙΔΙΣΜΕ], 2017, ISBN 978-960-9789-06-6), σ. 155.