Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
mug mugs

mug (en)

  1. η κούπα
    Who drank from my ceramic mug?
    Ποιος ήπιε από την κεραμική κούπα μου;
  2. (μεταφορικά) η φάτσα (μειωτικό)
ενεστώτας mug
γ΄ ενικό ενεστώτα mugs
αόριστος mugged
παθητική μετοχή mugged
ενεργητική μετοχή mugging

mug (en)

  • (μεταβατικό) ληστεύω, επιτίθεμαι σε κάποιον βίαια για να του κλέψω χρήματα, κοσμήματα κτλ., ειδικά σε δημόσιο χώρο
    They mugged me in the dark.
    Με ληστέψανε στα σκοτεινά.



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

mug (nl)