mug
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
mug | mugs |
mug (en)
- η κούπα
- ⮡ Who drank from my ceramic mug?
- Ποιος ήπιε από την κεραμική κούπα μου;
- ⮡ Who drank from my ceramic mug?
- (μεταφορικά) η φάτσα (μειωτικό)
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας | mug |
γ΄ ενικό ενεστώτα | mugs |
αόριστος | mugged |
παθητική μετοχή | mugged |
ενεργητική μετοχή | mugging |
mug (en)
- (μεταβατικό) ληστεύω, επιτίθεμαι σε κάποιον βίαια για να του κλέψω χρήματα, κοσμήματα κτλ., ειδικά σε δημόσιο χώρο
- ⮡ They mugged me in the dark.
- Με ληστέψανε στα σκοτεινά.
- ⮡ They mugged me in the dark.