Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ληστεύω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ληστεύω
<
αρχαία ελληνική
ληστεύω
Ρήμα
επεξεργασία
ληστεύω
αφαιρώ
από κάποιον παράνομα και με τη
βία
χρήματα ή άλλα αγαθά, συχνά με χρήση ή υπό την απειλή χρήσης
όπλων
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ληστεύω
αγγλικά
:
rob
(en)
γαλλικά
:
dévaliser
(fr)
ισπανικά
:
robar
(es)
ιταλικά
:
rapinare
(it)
πορτογαλικά
:
roubar
(pt)
ρουμανικά
:
jefui
(ro)