Ετυμολογία

επεξεργασία

ληστεύω

  • αφαιρώ από κάποιον παράνομα και με τη βία χρήματα ή άλλα αγαθά, συχνά με χρήση ή υπό την απειλή χρήσης όπλων

Μεταφράσεις

επεξεργασία