Δείτε επίσης: μισοκλειστός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μισόκλειστος η μισόκλειστη το μισόκλειστο
      γενική του μισόκλειστου της μισόκλειστης του μισόκλειστου
    αιτιατική τον μισόκλειστο τη μισόκλειστη το μισόκλειστο
     κλητική μισόκλειστε μισόκλειστη μισόκλειστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μισόκλειστοι οι μισόκλειστες τα μισόκλειστα
      γενική των μισόκλειστων των μισόκλειστων των μισόκλειστων
    αιτιατική τους μισόκλειστους τις μισόκλειστες τα μισόκλειστα
     κλητική μισόκλειστοι μισόκλειστες μισόκλειστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μισόκλειστος < μισό- (<μισός) + κλειστός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /miˈso.kli.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μι‐σό‐κλει‐στος
τονικό παρώνυμο: μισοκλειστός

  Επίθετο επεξεργασία

μισόκλειστος, -η, -ο

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις μισός και κλείνω

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία