μισόκλειστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /miˈso.kli.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μι‐σό‐κλει‐στος
- τονικό παρώνυμο: μισοκλειστός
Επίθετο
επεξεργασίαμισόκλειστος, -η, -ο
- που είναι κατά το ήμισυ κλειστός, που σχεδόν (αλλά όχι εντελώς) κλειστός
- ⮡ Λαγοκοιμόταν, με τα μάτια μισόκλειστα.
- άλλες μορφές: μισοκλειστός
- → δείτε και τη λέξη μισοκλεισμένος
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- μισόκλειστα (επίρρημα)
- μισοκλείνω, μισοκλείνομαι
- μισοκλεισμένος
→ και δείτε τις λέξεις μισός και κλείνω
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μισόκλειστος
Πηγές
επεξεργασία- μισόκλειστος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μισόκλειστος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Λέξεις με μισοκλει- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)