κούπες
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | κούπες | ||
γενική | — | |||
αιτιατική | τις | κούπες | ||
κλητική | κούπες | |||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κούπες < (ουσιαστικοποιημένο) πληθυντικός του κούπα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακούπες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
- χαρτοπαίγνιο με μπάζες που έχει ως ατού τις κούπες (η ομάδα «χρώματος»/σχήματος των τραπουλόχαρτων) και παίζεται με τέσσερις παίκτες
- → δείτε και τη λέξη καπότο
- (ιδιωματικό) η διαδικασία με τις βεντούζες που εφορμόζεται σε ανθρώπους με κρύωμα κ.λπ.[1][2]
Μεταφράσεις
επεξεργασία κούπες (χαρτοπαίγνιο)
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Κοντομίχης, Πανταζής (2001). Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Ιδιωματικό - ερμηνευτικό - λαογραφικό) [Λαογραφικά Λευκάδας, αρ. 7], Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.
- ↑ Λάζαρης, Χριστόφορος Γ. (1970). Τα λευκαδίτικα. Ετυμολογικόν και ερμηνευτικόν λεξιλόγιον των γλωσσικών ιδιωμάτων της νήσου Λευκάδος, Ιωάννινα: Εκτύπωσις Ευριπίδη Κ. Θέμελη.
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίακούπες
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κούπα