ατού
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ατού < (λόγιο δάνειο) γαλλική atout
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈtu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐τού
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ατού ουδέτερο άκλιτο
- οποιοδήποτε προτέρημα ή ιδιότητα που δίνει υπεροχή σε αυτόν που την έχει
- (χαρτοπαίγνιο) το χρώμα που ορίζεται ότι είναι ανώτερο από τα άλλα
- (χαρτοπαίγνιο) οποιοδήποτε χαρτί χρώματος που έχει οριστεί ως ατού