τέσσερις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τέσσερις < από το αρχαίο τέσσαρες.
Αριθμητικό επεξεργασία
τέσσερις αρσενικό ή θηλυκό, γενική: τεσσάρων
- κλιτή μορφή του αριθμητικού τέσσερα
Εκφράσεις επεξεργασία
- να τον παν οι τέσσερις : να πεθάνει
- σε τέσσερις τοίχους : μέσα σε ένα δωμάτιο
Συγγενικά επεξεργασία
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τέσσερις
→ δείτε τη λέξη τέσσερα |