cup
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
cup | cups |
Ουσιαστικό επεξεργασία
cup (en)
- το φλιτζάνι, η κούπα
- το πλαστικό κύπελλο
- (αθλητισμός) το κύπελλο
- ↪ We are constantly making small steps to win the cup.
- Κάνουμε συνεχώς μικρά βήματα για να πάρουμε το κύπελλο.
- ↪ We are constantly making small steps to win the cup.