cup
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
cup | cups |
Ουσιαστικό
επεξεργασία
cup (en)
- η κούπα, το φλιτζάνι, το κύπελλο
Fill the cup with wine.
- Γέμισε την κούπα με κρασί.
a tea/coffee cup - φλιτζάνι του τσαγιού/του καφέ
a cup for milk - κύπελλο για το γάλα
- η κούπα, το φλιτζάνι, η ποσότητα υγρού που χωράει σε μια κούπα
Everyday, I drink three cups of coffee.
- Κάθε μέρα, πίνω τρεις κούπες/τρία φλιτζάνια καφέ.
- (αθλητισμός) το κύπελλο
We are constantly making small steps to win the cup.
- Κάνουμε συνεχώς μικρά βήματα για να πάρουμε το κύπελλο.