cuppa
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
cuppa | cuppas |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
cuppa (en)
- (βρετανικά αγγλικά, ανεπίσημο, προφορικό) το φλιτζάνι (τσαγιού)
- ⮡ I'm not feeling well, so I'll make myself a cuppa [tea].
- Δεν αισθάνομαι καλά, οπότε θα φτιάξω για μένα ένα φλιτζάνι [τσαγιού].
- ⮡ I'm not feeling well, so I'll make myself a cuppa [tea].
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- cuppa - Cambridge Dictionary online
- cuppa - Oxford Learner's Dictionaries
- cuppa - Dictionary.com. Λήμματα από διάφορα λεξικά για την αγγλική γλώσσα. © 2019 Dictionary.com, LLC
- Longman Dictionary of Contemporary English [Λεξικό Longman της σύγχρονης αγγλικής], Έσσεξ: Pearson Education, 6η έκδοση, 2014 (1η έκδοση 1978). ISBN 978-1-4479-5420-0.
Λατινικά (la)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- cuppa < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *keup- (κοιλότητα)