Ετυμολογία

επεξεργασία
cupa < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *keup- (κοιλότητα)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

cupa θηλυκό

  1. κάδος
  2. δοχείο
  3. βαρέλι
  4. άξονας
  5. χειρολαβή

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Απόγονοι

επεξεργασία

cupa (λατινικά)

ελληνιστική κοινή: κοῦπα
νέα ελληνικά: κούπα
αλβανικά: kupë
αρωμουνικά: cupã
γαλλικά: cuve
ισπανικά: cuba
ιταλικά: coppa
καταλανικά: copa
μέση αγγλική cuppe
αγγλικά: cup (→ δείτε  cup#Etymology στο αγγλικό Βικιλεξικό)
πορτογαλικά: cuba
ρουμανικά: cupă
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική cupa cupae
γενική cupae cupārum
δοτική cupae cupīs
αιτιατική cupam cupās
κλητική cupa cupae
αφαιρετική cupā cupīs
(α' κλίση)