cupa
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- cupa < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *keup- (κοιλότητα)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcupa θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΑπόγονοι
επεξεργασίαcupa (λατινικά)
- ↷ ελληνιστική κοινή: κοῦπα
- → αλβανικά: kupë
- → αρωμουνικά: cupã
- → γαλλικά: cuve
- → ισπανικά: cuba
- → ιταλικά: coppa
- → καταλανικά: copa
- ↷ μέση αγγλική cuppe
- ⇒ αγγλικά: cup (→ δείτε cup#Etymology στο αγγλικό Βικιλεξικό)
- → πορτογαλικά: cuba
- → ρουμανικά: cupă
Κλίση
επεξεργασίααριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | cupa | cupae |
γενική | cupae | cupārum |
δοτική | cupae | cupīs |
αιτιατική | cupam | cupās |
κλητική | cupa | cupae |
αφαιρετική | cupā | cupīs |
Πηγές
επεξεργασία- cupa - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.