Δείτε επίσης: κούπα
μεσαιωνικά ελληνικά
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κοῦπ αἱ κοῦπες
      γενική τῆς κούπᾱς τῶν κουπῶν
    αιτιατική τὴν κοῦπᾰν τὰς κούπᾱς
     κλητική ! κοῦπα κοῦπες
Νέα ελληνιστική & μεσαιωνική κλίση με εξαιρέσεις στην 1η κλίση:
* κατάληξη με βραχύ ᾰ αντί του αναμενόμενου μακρού ᾱ.
* η γενική δεν είναι η αναμενόμενη -ης (προηγείται σύμφωνο που δεν είναι ρο)
* ο πληθυντικός δεν λήγει σε -αι αλλά -ες.
Κατηγορία 'κοῦπα' όπως «κοῦπα» - Παράρτημα:Γραμματική

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κοῦπα θηλυκό

  1. κούπα, ποτήρι, κύπελλο
    1. το περιεχόμενο της κούπας
       συνώνυμα: κουπιά (θηλυκό)
    2. (ειδικότερα) το δοχείο του λύχνου της καντήλας
  2. μεγάλο δοχείο
  3. πήλινη πιατέλα ή πιάτο

Παράγωγα

επεξεργασία



ελληνιστική κοινή
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κοῦπ αἱ κοῦπες
      γενική τῆς κούπᾱς τῶν κουπῶν
      δοτική τῇ κούπ ταῖς κούπαις
    αιτιατική τὴν κοῦπᾰν τὰς κούπᾱς
     κλητική ! κοῦπα κοῦπες
Νέα ελληνιστική & μεσαιωνική κλίση με εξαιρέσεις στην 1η κλίση:
* κατάληξη με βραχύ ᾰ αντί του αναμενόμενου μακρού ᾱ.
* η γενική δεν είναι η αναμενόμενη -ης (προηγείται σύμφωνο που δεν είναι ρο)
* ο πληθυντικός δεν λήγει σε -αι αλλά -ες.
Δείτε την κλίση της λατινικής cūpă.
1η κλίση, Κατηγορία 'κοῦπα' όπως «κοῦπα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
κοῦπα < (άμεσο δάνειο) λατινική cūpă < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *keup- (κοιλότητα). Το βραχύ άλφα της κατάληξης, οφείλεται στην προσωδία της λατινικής λέξης.

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κοῦπα, -ας θηλυκό

  • (ελληνιστική κοινή) κούπα
      1ος; αιώνας κε Ἥρων ὁ Ἀλεξανδρεύς, Στερεομετρικά (Εἰσαγωγαὶ τῶν στερεομετρουμένων), 1, 51, 1, 1 - 2, 6
    Κοῦπα, ἧς ἡ κάτω διάμετρος ποδῶν ε, ἡ δὲ ἄνω ποδῶν γ, τὸ δὲ ὕψος αὐτῆς ποδῶν η· ἔχει δὲ οἶνον, εἰ τύχοι, ποδῶν Ϛ· εὑρεῖν, πόσα κεράμια χωρεῖ. ποίει οὕτως· ὕφειλε τὰ τρία τῆς ἄνω διαμέτρου ἀπὸ τῶν ε τῆς κάτω· λοιπὰ β. ταῦτα ἐπὶ τὰ Ϛ· γίνονται ιβ. τούτων τὸ η′· γίνεται α ′. ὕφειλε τὴν α ′ ἀπὸ τῶν ε• λοιπὰ γ ′. τοσούτων ἔσται ποδῶν τὸ πλάτος, ἕως ὅπῃ ὁ οἶνος ἐτύγχανε. σύνθες τοίνυν τὰ γ ′ καὶ τὰ ε· γίνονται η ′· ὧν τὸ ′· γίνονται δ δ′. ταῦτα ἐφ' ἑαυτά· γίνονται ιη ιϚ′. ταῦτα δεκάκις καὶ ἅπαξ· γίνονται ρϚη ′ η′ ιϚ′. τούτων τὸ ιδ′· γίνονται ιδ ζ′ κη′ ριβ′ σκδ′. ταῦτα ἐπὶ τὰ Ϛ τοῦ ὕψους· γίνονται πε ζ′. τοσαῦτα κεράμια χωρεῖ ἡ κοῦπα.