κοῦπα
μεσαιωνικά ελληνικά | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κοῦπᾰ | αἱ | κοῦπες | ||||
γενική | τῆς | κούπᾱς | τῶν | κουπῶν | ||||
αιτιατική | τὴν | κοῦπᾰν | τὰς | κούπᾱς | ||||
κλητική ὦ! | κοῦπα | κοῦπες | ||||||
Νέα ελληνιστική & μεσαιωνική κλίση με εξαιρέσεις στην 1η κλίση: * κατάληξη με βραχύ ᾰ αντί του αναμενόμενου μακρού ᾱ. * η γενική δεν είναι η αναμενόμενη -ης (προηγείται σύμφωνο που δεν είναι ρο) * ο πληθυντικός δεν λήγει σε -αι αλλά -ες. | ||||||||
Κατηγορία 'κοῦπα' όπως «κοῦπα» - Παράρτημα:Γραμματική |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κοῦπα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κοῦπα < λατινική cūpă / cuppa
Ουσιαστικό
επεξεργασίακοῦπα θηλυκό
- κούπα, ποτήρι, κύπελλο
- το περιεχόμενο της κούπας
- (ειδικότερα) το δοχείο του λύχνου της καντήλας
- μεγάλο δοχείο
- πήλινη πιατέλα ή πιάτο
Παράγωγα
επεξεργασίαπαράγωγα & σύνθετα
- ἀργυρόκουπα
- ἀρμενοκούπι
- ἀπόκουπα (επίρρημα)
- ἀποκουπίζω
- ἐπίκουπα (επίρρημα)
- κουπάρι
- κουπιά (θηλυκό)
- κουπίδι
- κουποπούλα
- κουπός
Πηγές
επεξεργασία- κοῦπα - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- κούπα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- ⌘ Σοφοκλής Ευαγγελινός Αποστολίδης, Greek Lexicon of the Roman and Byzantine Periods (from B.C. 146 to A.D. 1100). Εκδότης: Harvard University Press, 1870, σελ. 686 @books.google.gr
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κοῦπᾰ | αἱ | κοῦπες | ||||
γενική | τῆς | κούπᾱς | τῶν | κουπῶν | ||||
δοτική | τῇ | κούπᾳ | ταῖς | κούπαις | ||||
αιτιατική | τὴν | κοῦπᾰν | τὰς | κούπᾱς | ||||
κλητική ὦ! | κοῦπα | κοῦπες | ||||||
Νέα ελληνιστική & μεσαιωνική κλίση με εξαιρέσεις στην 1η κλίση: * κατάληξη με βραχύ ᾰ αντί του αναμενόμενου μακρού ᾱ. * η γενική δεν είναι η αναμενόμενη -ης (προηγείται σύμφωνο που δεν είναι ρο) * ο πληθυντικός δεν λήγει σε -αι αλλά -ες. Δείτε την κλίση της λατινικής cūpă. | ||||||||
1η κλίση, Κατηγορία 'κοῦπα' όπως «κοῦπα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κοῦπα < (άμεσο δάνειο) λατινική cūpă < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *keup- (κοιλότητα). Το βραχύ άλφα της κατάληξης, οφείλεται στην προσωδία της λατινικής λέξης.
Ουσιαστικό
επεξεργασίακοῦπα, -ας θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) κούπα
- ※ 1ος; αιώνας κε Ἥρων ὁ Ἀλεξανδρεύς, Στερεομετρικά (Εἰσαγωγαὶ τῶν στερεομετρουμένων), 1, 51, 1, 1 - 2, 6
- Κοῦπα, ἧς ἡ κάτω διάμετρος ποδῶν ε, ἡ δὲ ἄνω ποδῶν γ, τὸ δὲ ὕψος αὐτῆς ποδῶν η· ἔχει δὲ οἶνον, εἰ τύχοι, ποδῶν Ϛ· εὑρεῖν, πόσα κεράμια χωρεῖ. ποίει οὕτως· ὕφειλε τὰ τρία τῆς ἄνω διαμέτρου ἀπὸ τῶν ε τῆς κάτω· λοιπὰ β. ταῦτα ἐπὶ τὰ Ϛ· γίνονται ιβ. τούτων τὸ η′· γίνεται α ′. ὕφειλε τὴν α ′ ἀπὸ τῶν ε• λοιπὰ γ ′. τοσούτων ἔσται ποδῶν τὸ πλάτος, ἕως ὅπῃ ὁ οἶνος ἐτύγχανε. σύνθες τοίνυν τὰ γ ′ καὶ τὰ ε· γίνονται η ′· ὧν τὸ ′· γίνονται δ δ′. ταῦτα ἐφ' ἑαυτά· γίνονται ιη ιϚ′. ταῦτα δεκάκις καὶ ἅπαξ· γίνονται ρϚη ′ η′ ιϚ′. τούτων τὸ ιδ′· γίνονται ιδ ζ′ κη′ ριβ′ σκδ′. ταῦτα ἐπὶ τὰ Ϛ τοῦ ὕψους· γίνονται πε ζ′. τοσαῦτα κεράμια χωρεῖ ἡ κοῦπα.
- ※ 1ος; αιώνας κε Ἥρων ὁ Ἀλεξανδρεύς, Στερεομετρικά (Εἰσαγωγαὶ τῶν στερεομετρουμένων), 1, 51, 1, 1 - 2, 6
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Σοφοκλής Ευαγγελινός Αποστολίδης, Greek Lexicon of the Roman and Byzantine Periods (from B.C. 146 to A.D. 1100). Εκδότης: Harvard University Press, 1870, σελ. 686 @books.google.gr