κουπιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κουπιά | οι | κουπιές |
γενική | της | κουπιάς | των | κουπιών |
αιτιατική | την | κουπιά | τις | κουπιές |
κλητική | κουπιά | κουπιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kuˈpça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐πιά
Ουσιαστικό
επεξεργασίακουπιά θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίακουπιά ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κουπί
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακουπιά θηλυκό
- το υγρό ή στερεό περιεχόμενο μιας κούπας
Πηγές
επεξεργασία- κουπιά - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].