Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βύθισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
βύθισμα
τα
βυθίσμα
τ
α
γενική
του
βυθίσμα
τ
ος
των
βυθισμά
τ
ων
αιτιατική
το
βύθισμα
τα
βυθίσμα
τ
α
κλητική
βύθισμα
βυθίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
βύθισμα
<
βυθίζω
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βύθισμα
ουδέτερο
η
ενέργεια
ή το
αποτέλεσμα
του
βυθίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βύθισμα