Ετυμολογία

επεξεργασία
βυθίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βυθίζω [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /viˈθi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βυ‐θί‐ζω

βυθίζω, αόρ.: βύθισα, παθ.φωνή: βυθίζομαι, π.αόρ.: βυθίστηκα, μτχ.π.π.: βυθισμένος

  1. κάνω κάτι να κατέβει μέχρι το βυθό -κυρίως της θάλασσας
    ⮡  Το καΐκι προσέκρουσε στα βράχια και κατόπιν βυθίστηκε.
    ⮡  Το ταχύπλοο εμβόλισε τη βάρκα τους και τη βύθισε.
     συνώνυμα: βουλιάζω, καταποντίζω
  2. πιέζω κάτι για να κατέβει λίγο ή ολοκληρωτικά μέσα στο νερό ή άλλο υγρό
    ⮡  Στη συνέχεια, βύθισε με τα χέρια της το εξάρτημα στη λεκάνη με το ειδικό υγρό, προκειμένου να ολοκληρώσει τη διαδικασία της πλύσης.
     συνώνυμα: βουτάω
  3. (μεταφορικά) πιέζω κάτι ώστε να εισχωρήσει βαθιά στη μάζα κάποιου άλλου σώματος
    ⮡  Του βύθισε χωρίς δισταγμό το μαχαίρι στο λαιμό.
     συνώνυμα: μπήγω
  4. (μεταφορικά) κάνω κάτι που επιφέρει αρνητικό αποτέλεσμα ή φέρνω σε απελπισία
    ⮡  Η έλλειψη πολλών ειδών πρώτης ανάγκης βύθισε τη χώρα στην απόγνωση.
  5. (επιπλέον, στην παθητική φωνή) → δείτε στο ρήμα βυθίζομαι

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις βυθός και βάθο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



ζητούμενο λήμμα