πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καντήλα οι καντήλες
      γενική της καντήλας των καντηλών
    αιτιατική την καντήλα τις καντήλες
     κλητική καντήλα καντήλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

καντήλα θηλυκό

  1. το μεγάλο κρεμαστό καντήλι
  2. η πυώδης φουσκάλα στο δέρμα ή κοκκινίλα που έχει προέλθει από κάψιμο ή άλλου είδους ερεθισμό του δέρματος

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • βγάζω / πετάω καντήλες: εξοργίζομαι με κάτι ή κάποιον

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία