candela
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- candela < candeo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kand- (λάμπω). Συγγενές με τα (αρχαία ελληνική) κάνδαρος, (σανσκριτική) चन्द्र, (παλαιά αρμενιακή) խանդ
Ουσιαστικό επεξεργασία
candela (en) θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη καντήλι
Κλίση επεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | candela | candelae |
γενική | candelae | candelārum |
δοτική | candelae | candelīs |
αιτιατική | candelam | candelās |
κλητική | candela | candelae |
αφαιρετική | candelā | candelīs |
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
candela | candele |
candela (it)