candela
Λατινικά (la)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- candela < candeo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kand- (λάμπω). Συγγενές με τα (αρχαία ελληνική) κάνδαρος, (σανσκριτική) चन्द्र, (παλαιά αρμενιακή) խանդ
candela (en) θηλυκό