Ετυμολογία

επεξεργασία
candela < candeo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kand- (λάμπω). Συγγενές με τα (αρχαία ελληνική) κάνδαρος, (σανσκριτική) चन्द्र, (παλαιά αρμενιακή) խանդ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

candela (en) θηλυκό

  1. κερί

Συγγενικά

επεξεργασία

Αλλόγλωσσα παράγωγα

επεξεργασία
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική candela candelae
γενική candelae candelārum
δοτική candelae candelīs
αιτιατική candelam candelās
κλητική candela candelae
αφαιρετική candelā candelīs
(α' κλίση)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
candela < λατινική candela

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
candela candele

candela (it)

  1. κερί