κερί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κερί | τα | κεριά |
γενική | του | κεριού | των | κεριών |
αιτιατική | το | κερί | τα | κεριά |
κλητική | κερί | κεριά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κερί < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κερί(ν) < κηρίον < αρχαία ελληνική κηρός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ka:r- (κερί)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ceˈɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κε‐ρί
Ουσιαστικό
επεξεργασίακερί ουδέτερο
- ουσία που εκκρίνουν οι μέλισσες και με την οποία φτιάχνουν την κερήθρα τους
- επίμηκες κυλινδρικό αντικείμενο από κερί (ή παραφίνη) που έχει ενσωματωμένο ένα νήμα (φιτίλι) και χρησιμεύει ως πηγή φωτισμού
- κιτρινωπή ουσία που εκκρίνεται από τα αφτιά
Άλλες μορφές
επεξεργασίαιδιωματικά:
Συγγενικά
επεξεργασία- αγιοκέρι
- αλειμματοκέρι
- αποκέρι, απόκερο
- ασπροκέρι
- βουλοκέρι
- δικέρι, δίκερο
- θειαφοκέρι
- κερένιος
- κερήθρα
- κέρινος
- κέρωμα
- κερώνω
- κηραλοιφή
- κηρήθρα
- κηρίο
- κηρο-
- κηρογραφία
- κηροζίνη
- κηρομπογιά
- κηροπήγιο
- κηροπλάστης
- κηροπλαστικός
- κηροποιία
- κηροποιός
- κηροπωλείο
- κηρός
- κηροστάτης
- κηρώδης
- λαμπαδοκέρι, λαμπαδόκερο
- λιανοκέρι, λιανόκερο
- μελισσοκέρι
- νεκροκέρι
- πολυκέρι
- σφραγιδοκέρι
- τρικέρι, τρίκερο
- ψαλιδοκέρι
- ψυχοκέρι
- → δείτε και τη λέξη κηρός
Μεταφράσεις
επεξεργασία υλικό
μέσο φωτισμού
Ουσιαστικό
επεξεργασίακερί ουδέτερο
- άλλη μορφή του κερίν → δείτε τη λέξη κηρίον