↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το απόκερο τα απόκερα
      γενική του απόκερου των απόκερων
    αιτιατική το απόκερο τα απόκερα
     κλητική απόκερο απόκερα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απόκερο < από- + κερί + -ο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

απόκερο ουδέτερο

  • το κερί που μένει στο τέλος, αφού έχει καεί το μεγαλύτερο μέρος του αρχικού κεριού
    ※  Πώς θα γίνουν όλα αυτά; (...) Με το απόκερο! απήντησε τότε ο κυρ-Μανωλάκης, περατώσας το λογύδριόν του. (Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, Ο κυρ-Μανωλάκης)
    ※  Ἡ γραῖα Δεσποινιὼ ἡ Μπλήχαινα, τῆς εἶχε σβήσει ὁ ἄνεμος τὸ ἀπόκερον, τὸ ὁποῖον εἶχε λάβει ἀπὸ τὸ μανουάλι τῆς ἐκκλησίας, καὶ βυθισθεῖσα εἰς σκότος αἰφνίδιον, εἶχε ριζωθῆ ἐκεῖ, καταμεσῆς εἰς τὸν δρόμον, ἀδυνατοῦσα νὰ βαδίσῃ δεξιὰ ἢ ἀριστερά. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Αμαρτίας φάντασμα)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία