↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κερένιος η κερένια το κερένιο
      γενική του κερένιου της κερένιας του κερένιου
    αιτιατική τον κερένιο την κερένια το κερένιο
     κλητική κερένιε κερένια κερένιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κερένιοι οι κερένιες τα κερένια
      γενική των κερένιων των κερένιων των κερένιων
    αιτιατική τους κερένιους τις κερένιες τα κερένια
     κλητική κερένιοι κερένιες κερένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κερένιος < μεσαιωνική ελληνική κερένιος < κερί + -ένιος< αρχαία ελληνική κηρός

  Επίθετο

επεξεργασία

κερένιος

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη κερί

  Μεταφράσεις

επεξεργασία