κηρός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κηρός | οι | κηροί |
γενική | του | κηρού | των | κηρών |
αιτιατική | τον | κηρό | τους | κηρούς |
κλητική | κηρέ | κηροί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κηρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κηρός. Συγκρίνεται με το κερί.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ciˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κη‐ρός
Ουσιαστικό
επεξεργασίακηρός αρσενικό
- (αρχαιοπρεπές) κερί
- (ιδίως στον πληθυντικό κηροί) κηρώδης ουσία, ιδίως εκείνη που προέρχεται από φυτά
- ⮡ εμπόριο και παραγωγή φυτικών κηρών
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
κηρο-
κηρο-
και
- ακήρωτος
- δίκηρο (& δίκερο)
- δικηροτρίκηρα / δικηροτρίκερα (ουδέτερο πληθυντικός)
- κηράδικο
- κηρήθρα
- κηρίνη
- κήρινος (& κέρινος)
- κηρίο(ν) & σύνθετα
- κηροειδής, κηροειδές
- κηροζίνη
- κηρώδης, κηρώδες
- κηρωτός
- μελικήρι (& μελικέρι)
- μελικηρίδα
- μελικηρίδιο
- πολυκήριο (& πολυκέρι)
- στεατοκήριο
- σφραγιδόκηρος (& σφραγιδοκέρι)
- τρικήριο
- τρίκηρο (& τρικέρι)
- Δείτε και κερί.
Δε σχετίζονται: κηρύσσω, ακήρατος.
Μεταφράσεις
επεξεργασία κηρός
→ δείτε τη λέξη κερί |
Πηγές
επεξεργασία- κηρός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- κηρός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Ετυμολογία
επεξεργασία- κηρός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κηρός
Ουσιαστικό
επεξεργασίακηρός αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
κηρο-
κηρο-
- κηρο- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα κηρο- στο Βικιλεξικό όπως κηροπώλης, κηρόπισσον, κηρέλαιον
και
Πηγές
επεξεργασία- κηρός - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | κηρός | οἱ | κηροί |
γενική | τοῦ | κηροῦ | τῶν | κηρῶν |
δοτική | τῷ | κηρῷ | τοῖς | κηροῖς |
αιτιατική | τὸν | κηρόν | τοὺς | κηρούς |
κλητική ὦ! | κηρέ | κηροί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κηρώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κηροῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- κηρός < πιθανό δάνειο από την προελληνική . [1][2]
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ λατινικά: cera και απόγονοι όπως → γαλλικά: cire
Ουσιαστικό
επεξεργασίακηρός, -οῦ αρσενικό
Παράγωγα
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
κηρο-
κηρο-
παράγωγα & σύνθετα
και
- ἀκήρωτος
- ἐγκηρίς
- ἐγκηρόω
- ἐπικηρόω
- κατακηρόω
- κήρα
- κηριάζω
- κηρίδιον
- κηρίζω
- κηρίνη
- κήρινθον
- κήρινθος
- Κήρινθος
- κήρινος
- κηριοειδής
- κηριοελκός
- κηριοκλέπτης
- κηρίολος
- κηρίον & σύνθετα
- κηριοποιός
- κηρίτης
- κηρίτης λίθος
- κηρῖτις
- κηριτρεφής
- κηριώδης
- κηρίωμα ?
- κηρίων
- κηρόω
- κήρωμα
- κηρωματικός
- κηρωματιστής
- κηρών
- κήρωσις
- κηρωτάριον
- κηρωτή
- κηρωτοειδής
- κηρωτομάλαγμα
- κηρωτός
- λευκόκηρος
- μελίκηρα
- μελικήριον
- μελικηρίς
- μελίκηρον
- μελίκηρος
- μελικηρώδης
- μυροπισσόκηρος
- πισσόκηρος
- ῥητινόκηρον
- σκληρόκηρος
Δε σχετίζονται: κῆρ (ουδέτερο), κήρ (θηλυκό) και τα παράγωγά τους
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- κηρός: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίακηρός θηλυκό
- γενική ενικού του κήρ
- ※ τὸ μὴ τῶν κτεινομένων· οἷον, τὸ μὴ διδόμενον θνητοῖς· καὶ νεκρὸς, κατὰ στέρησιν τῆς κηρός· καὶ νεβρὸς, κατὰ στέρησιν τῆς βορᾶς
- Σχόλιο στην Οδύσσεια, 22 (χ), στίχ. 216 για το «τούτους κτέομεν» σ.251, Ομήρου Επιμερισμοί στο Anecdota Graeca e codd. manuscriptis Bibliothecarum Oxoniensium, τόμος 1ος, 1835.
- ※ τὸ μὴ τῶν κτεινομένων· οἷον, τὸ μὴ διδόμενον θνητοῖς· καὶ νεκρὸς, κατὰ στέρησιν τῆς κηρός· καὶ νεβρὸς, κατὰ στέρησιν τῆς βορᾶς
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κηρός σελ. 689-690 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
- ↑ κηρός σελ.526-527 - Chantraine, Pierre Dictionnaire étymologique de la langue grecque. (DELG) [Ετυμολογικό λεξικό της αρχαίας ελληνικής] (στα γαλλικά) Παρίσι: Klincksieck, 1968, Τόμοι 1-4.
Πηγές
επεξεργασία- κηρός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κηρός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.