πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κηρός οι κηροί
      γενική του κηρού των κηρών
    αιτιατική τον κηρό τους κηρούς
     κλητική κηρέ κηροί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
κηρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κηρός. Συγκρίνεται με το κερί.

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κηρός αρσενικό

  1. (αρχαιοπρεπές) κερί
  2. (ιδίως στον πληθυντικό κηροί) κηρώδης ουσία, ιδίως εκείνη που προέρχεται από φυτά
    παράδειγμα  εμπόριο και παραγωγή φυτικών κηρών

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία



Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κηρός οἱ κηροί
      γενική τοῦ κηροῦ τῶν κηρῶν
      δοτική τῷ κηρ τοῖς κηροῖς
    αιτιατική τὸν κηρόν τοὺς κηρούς
     κλητική ! κηρέ κηροί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κηρώ
γεν-δοτ τοῖν  κηροῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

επεξεργασία
κηρός < πιθανό δάνειο από την προελληνική . [1][2]
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: λατινικά: cera και απόγονοι όπως γαλλικά: cire

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κηρός, -οῦ αρσενικό

Παράγωγα

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία
κηρός: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

κηρός θηλυκό

  • γενική ενικού του κήρ
      τὸ μὴ τῶν κτεινομένων· οἷον, τὸ μὴ διδόμενον θνητοῖς· καὶ νεκρὸς, κατὰ στέρησιν τῆς κηρός· καὶ νεβρὸς, κατὰ στέρησιν τῆς βορᾶς
    Σχόλιο στην Οδύσσεια, 22 (χ), στίχ. 216 για το «τούτους κτέομεν» σ.251, Ομήρου Επιμερισμοί στο Anecdota Graeca e codd. manuscriptis Bibliothecarum Oxoniensium, τόμος 1ος, 1835.

Αναφορές

επεξεργασία
  1. κηρός σελ. 689-690 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.
  2. κηρός σελ.526-527 - Chantraine, Pierre Dictionnaire étymologique de la langue grecque. (DELG) [Ετυμολογικό λεξικό της αρχαίας ελληνικής] (στα γαλλικά) Παρίσι: Klincksieck, 1968, Τόμοι 1-4.