Δείτε επίσης: Πίττα, Πίτα, πίτα, Πήττα, Πήτα

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πίττα θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πίττ αἱ πίτται
      γενική τῆς πίττης τῶν πιττῶν
      δοτική τῇ πίττ ταῖς πίτταις
    αιτιατική τὴν πίττᾰν τὰς πίττᾱς
     κλητική ! πίττ πίτται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πίττ
γεν-δοτ τοῖν  πίτταιν
1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'δόξα' όπως «δόξα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πίττα, -ης θηλυκό (πίττᾰ)