πίττα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπίττα θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Πίττα (γυναικείο επώνυμο)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πίττᾰ | αἱ | πίτται |
γενική | τῆς | πίττης | τῶν | πιττῶν |
δοτική | τῇ | πίττῃ | ταῖς | πίτταις |
αιτιατική | τὴν | πίττᾰν | τὰς | πίττᾱς |
κλητική ὦ! | πίττᾰ | πίτται | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πίττᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πίτταιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'δόξα' όπως «δόξα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπίττα, -ης θηλυκό (πίττᾰ)
- αττικός τύπος του πίσσα
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, στίχ. 1375
- [ΦΙ.] ἡ πίττα δήπου καομένης ἐξέρχεται.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Μετεωρολογικά 4.9, p. 149 @scaife.perseus
- ※ 4ος/3ος πκε αιώνας ⌘ Θεόφραστος, Περὶ φυτῶν αἰτιῶν, 5.15.6, @scaife.perseus
- ἡ δ ὑπὸ τοῦ ἐλαίου καὶ τῆς πίττης καὶ τοῦ στέατος — καὶ γὰρ ταῦτα φθείρει καὶ μάλιστα τὰ φυτὰ τὰ νέα· καὶ οὐκ ἐῶσιν ἅπτεσθαι καὶ περιπλέκουσιν — ἐν ἐκείναις ἐστὶ ταῖς αἰτίαις, ὅτι θερμὰ καὶ λεπτὰ τὴν φύσιν ὄντα διαδύεταί τε πόρρω καὶ πυκνοῖ καὶ ἐπικάει τὸν φλοιόν·
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, στίχ. 1375
Πηγές
επεξεργασία- πίττα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πίττα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.